λοιμός

λοιμός
λοιμός
Grammatical information: m.
Meaning: `pest, deathly plague' (A 61), metaph. `mischievous man' (D.), also in adj. function (LXX, christl. lit.); on the meaning Pfister PhW 60, 222ff..
Other forms: λοίμη H. prob. for λύμη.
Derivatives: λοιμώδης `plague-like' (Hp., Th.), λοιμικός `belonging to the pest' (Hp., hell.; Chantraine Études 121), λοίμιος surn. of Apollon in Lindos (Macr.); λοιμότης `plague-like situation' (LXX); λοιμεύομαι `contaminated with the pest' (LXX), λοιμώσσω, -ώττω `suffer from the pest' (Gal., Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly taken as ablauting with λῑμός (s. v.). Also λοιγός has been considered as a root-cognate, and as a third suffixal variant was considered λοιτός λοιμός H. (Persson Stud. 15, Specht Ursprung 218, 226). Or a cross of λιμός and λοιγός; all desperate attempts. λοιτός is by Schmidt s.v. on good grounds taken as wrong for λοιγός (other suggestion in WP. 2, 402). - Diff. on λοιμός (to λείβω?) Wackernagel KZ 30, 295 (= Kl. Schr. 1, 658); diff. again Prellwitz s. v. (s. WP. 2, 388).
Page in Frisk: 2,134-135

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοιμός — plague masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… …   Dictionary of Greek

  • λοιμός — ο κάθε μολυσματική και θανατηφόρα επιδημία: Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού πέθαναν από λοιμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμοῖο — λοιμός plague masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῖς — λοιμός plague masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοί — λοιμός plague masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμοῦ — λοιμός plague masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμούς — λοιμός plague masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμῷ — λοιμός plague masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμόν — λοιμός plague masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιμίλκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαίας Καρχηδόνας. 1. Καρχηδόνιος ναύαρχος (5ος αι. π.Χ.). Εξερεύνησε τις δυτικές ακτές της Ευρώπης, την εποχή που ο Άννων περιέπλεε τις δυτικές ακτές της Αφρικής. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Ανιψιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”